χαραδρώδη

χαραδρώδη
χαραδρώδης
full of gullies
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
χαραδρώδης
full of gullies
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
χαραδρώδης
full of gullies
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αλιάκμονας — I Ο μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της Ελλάδας (320 χλμ.), από όσους ρέουν αποκλειστικά σε ελληνικό έδαφος. Έχει λεκάνη απορροής 9.210 τ. χλμ. και πηγάζει από το όρος Βόιο (Γράμμος) του ορεινού συστήματος της Πίνδου. Αρχικά κατευθύνεται για λίγο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”